- ἐμποδοστάτης
- -ου ὁ N 1 0-1-0-0-0=1 1 Chr 2,7one who is in the way, troubler; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εμποδοστάτης — ἐμποδοστάτης, ο (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται μέσα στα πόδια άλλου, που αποτελεί εμπόδιο 2. θορυβοποιός, ταραξίας … Dictionary of Greek
ἐμποδοστάτης — in the way masc nom sg ἐμποδοστατέω to be in the way imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)